πρόγαστρος

πρόγαστρος
-ον, Α
1. ο προγάστωρ
2. (κυρίως ο συγκριτ. βαθμός) προγαστρότερος
αυτός που έχει την κοιλιά του περισσότερο προτεταμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -γαστρος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. κατά-γαστρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”